- ρόφημα
- boisson
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ῥόφημα — that which is supped up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόφημα — το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [ῥοφῶ / ῥυφῶ] νεοελλ. ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάι μσν. ρουφηξιά, γουλιά κρασιού μσν. αρχ. ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή· … Dictionary of Greek
ρόφημα — το, ατος καθετί που πίνει κανείς, ιδίως για πρόγευμα: Ήπιες το πρωινό ρόφημα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥοφημάτων — ῥόφημα that which is supped up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφήμασι — ῥόφημα that which is supped up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφήμασιν — ῥόφημα that which is supped up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφήματα — ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφήματι — ῥόφημα that which is supped up neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφήματος — ῥόφημα that which is supped up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφήματ' — ῥοφήματα , ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc pl ῥοφήματι , ῥόφημα that which is supped up neut dat sg ῥοφήματε , ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγόγαλα — το 1. ρόφημα από πυκνόρρευστο μίγμα κρόκου αβγού που χτυπήθηκε μαζί με ζάχαρη και ζεστό γάλα μέσα σε ποτήρι 2. ρόφημα από γάλα, μέσα στο οποίο έβρασε ελαφρά το περιεχόμενο αβγού … Dictionary of Greek